Η Συνέντευξη ως Ερευνητικό Εργαλείο

Η συνέντευξη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία της ποιοτικής έρευνας και της έρευνας πεδίου. Πρόκειται για μία διαδικασία αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας μεταξύ ερευνητή και ερωτώμενου, που καθοδηγείται με στόχο τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με το υπό μελέτη αντικείμενο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο ερευνητής επιδιώκει να αποκαλύψει πτυχές της προσωπικότητας, των εμπειριών και των στάσεων των συμμετεχόντων, σχηματίζοντας ένα πλήρες νοητικό περιεχόμενο που επιτρέπει βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου που μελετάται. Οι απαντήσεις των ερωτώμενων δεν αποτελούν απλώς δεδομένα, αλλά εκφράσεις των αντιλήψεων και των αξιών τους, προσφέροντας στον ερευνητή πολύτιμο υλικό για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

Είδη Συνεντεύξεων

Ανάλογα με τον σκοπό και τον τρόπο διεξαγωγής τους, οι συνεντεύξεις διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες. Οι δομημένες συνεντεύξεις βασίζονται σε προκαθορισμένες ερωτήσεις που διατυπώνονται με συγκεκριμένη σειρά και περιεχόμενο. Η ομοιομορφία αυτή επιτρέπει την εύκολη σύγκριση των απαντήσεων και συμβάλλει στην αξιοπιστία των αποτελεσμάτων. Αντίθετα, οι μη δομημένες συνεντεύξεις χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ελευθερία στη συζήτηση και τη ροή της επικοινωνίας. Ο ερευνητής καθοδηγεί διακριτικά τη συζήτηση, δίνοντας έμφαση στην αυθεντική έκφραση του ερωτώμενου. Αυτού του είδους οι συνεντεύξεις μπορεί να είναι εντοπισμένες ή μη, ανάλογα με τον βαθμό δόμησης των ερωτήσεων. Οι άμεσες και έμμεσες συνεντεύξεις διαφοροποιούνται ανάλογα με τον σκοπό της έρευνας και το επίπεδο ενημέρωσης του συμμετέχοντα. Στις άμεσες, τόσο ο ερευνητής όσο και ο ερωτώμενος γνωρίζουν τον στόχο της συνέντευξης, ενώ στις έμμεσες ο σκοπός δεν αποκαλύπτεται πλήρως, ώστε να αποφευχθεί η προκατάληψη και να διατηρηθεί η αυθεντικότητα των απαντήσεων. Οι επαναλαμβανόμενες συνεντεύξεις, γνωστές και ως panel, πραγματοποιούνται σε ομάδες ατόμων που διαθέτουν κοινά κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά και επαναλαμβάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, μέχρι να επιτευχθεί επαρκής συλλογή δεδομένων. Τέλος, η συνέντευξη σε βάθος επικεντρώνεται στην ελεύθερη και φυσική έκφραση του ερωτώμενου, με τον ερευνητή να αναλαμβάνει βοηθητικό και καθοδηγητικό ρόλο. Μέσω αυτής της διαδικασίας, επιτυγχάνεται ουσιαστική κατανόηση των υποκειμενικών εμπειριών και στάσεων των συμμετεχόντων.

Προβλήματα και Προκλήσεις στις Συνεντεύξεις

Παρά τη χρησιμότητα και τη σημασία της συνέντευξης ως μεθόδου έρευνας, δεν λείπουν οι προκλήσεις που μπορεί να επηρεάσουν την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων. Ένα από τα συχνότερα προβλήματα είναι η ύπαρξη βεβιασμένων ή κακώς διατυπωμένων ερωτήσεων από τον ερευνητή, οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε λανθασμένα ή επιφανειακά συμπεράσματα. Παράλληλα, υπάρχει ο κίνδυνος η συζήτηση να παρεκκλίνει από το ερευνητικό θέμα, γεγονός που μειώνει την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας. Ο ερευνητής καλείται να διατηρεί τον έλεγχο της συνέντευξης, να διαχειρίζεται το χρόνο και να εξασφαλίζει τη θεματική συνοχή, ώστε να αποκομίσει ουσιαστικά δεδομένα που ανταποκρίνονται στους στόχους της έρευνας.

Γνωρίσματα Ενός Ικανού Ερευνητή

Η επιτυχία μιας συνέντευξης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προσωπικότητα, τις δεξιότητες και τη στάση του ερευνητή. Ένας ικανός ερευνητής πρέπει να επιδεικνύει επαγγελματισμό, ευαισθησία και αντικειμενικότητα. Είναι σημαντικό να έχει προετοιμαστεί επαρκώς, να γνωρίζει το αντικείμενο της έρευνας και να έχει μελετήσει τις ερωτήσεις που θα θέσει. Η δημιουργία φιλικού και εμπιστευτικού κλίματος είναι καθοριστική, καθώς ενθαρρύνει τον ερωτώμενο να εκφράσει αυθεντικά τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός ερωτήσεων καλό είναι να αποφεύγεται, διότι κουράζει και αποσυντονίζει τον συμμετέχοντα. Εξίσου ουσιώδης είναι η υπευθυνότητα του ερευνητή ως προς τη διαχείριση των πληροφοριών και τη διαφύλαξη των απαντήσεων, καθώς η τήρηση της εμπιστευτικότητας αποτελεί ηθική υποχρέωση και προϋπόθεση για την αξιοπιστία της έρευνας.

Δεοντολογία στη Διεξαγωγή Συνεντεύξεων

Η δεοντολογία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της συνέντευξης και στην ποιότητα των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Οι συμμετέχοντες οφείλουν να αντιμετωπίζονται ως ολοκληρωμένες προσωπικότητες και όχι ως απλά υποκείμενα συλλογής δεδομένων. Η σχέση μεταξύ ερευνητή και ερωτώμενου πρέπει να βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, τον σεβασμό και την ειλικρίνεια. Ιδιαίτερα στις συνεντεύξεις σε βάθος, η σχέση αυτή μπορεί να αποκτήσει φιλικό ή ακόμη και θεραπευτικό χαρακτήρα, γεγονός που ενισχύει την αυθεντικότητα των απαντήσεων. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων και η διατήρηση της ανωνυμίας αποτελούν ύψιστες ηθικές προτεραιότητες. Επιπλέον, ο ερευνητικός σχεδιασμός πρέπει να είναι ευέλικτος και ανοιχτός σε τροποποιήσεις, καθώς κατά τη διάρκεια της έρευνας ενδέχεται να ανακύψουν νέα ηθικά διλήμματα. Ο ερευνητής οφείλει να παραμένει σε συνεχή εγρήγορση, να επιδεικνύει κριτική σκέψη και υπευθυνότητα, ώστε να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά κάθε νέα πρόκληση που προκύπτει.

Συμπέρασμα

Η συνέντευξη δεν αποτελεί απλώς μια τεχνική συλλογής πληροφοριών, αλλά μια διαδικασία ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ ερευνητή και συμμετέχοντα. Προάγει τον διάλογο, συμβάλλει στην κατανόηση της ανθρώπινης εμπειρίας και επιτρέπει την εις βάθος διερεύνηση στάσεων, αντιλήψεων και συμπεριφορών. Ως βασικό εργαλείο της ποιοτικής μεθοδολογίας, η συνέντευξη παραμένει αναντικατάστατη για κάθε ερευνητή που επιδιώκει να κατανοήσει την πολυπλοκότητα των κοινωνικών φαινομένων και να προσεγγίσει την πραγματικότητα μέσα από την ανθρώπινη οπτική.