Δοκιμασία Stroop για τη Διάκριση ή Ανίχνευση Εγκεφαλικής Βλάβης [SNST-224]
Σκοπός
Η Δοκιμασία Stroop αξιολογεί την εκτελεστική λειτουργία, την επιλεκτική προσοχή και την ικανότητα διαχείρισης αντιφατικών πληροφοριών. Αποτελεί αξιόπιστο εργαλείο για την ανίχνευση εγκεφαλικών βλαβών, ψυχιατρικών διαταραχών όπως η σχιζοφρένεια και η κατάθλιψη, καθώς και για την εκτίμηση γενικότερων γνωστικών δυσκολιών.
Ανάλυση Δοκιμασίας Stroop
Η αρχική εκδοχή της δοκιμασίας παρουσιάστηκε από τον Stroop το 1935, ενώ η ανασκόπησή της και η επικαιροποίηση έγινε από τον MacLeod το 1991. Η δομή της περιλαμβάνει δύο βασικά τεστ. Στο πρώτο τεστ, ο συμμετέχων καλείται να ονομάσει το χρώμα της λέξης, ακόμη και όταν η λέξη δηλώνει διαφορετικό χρώμα (π.χ. η λέξη “ΚΟΚΚΙΝΟ” είναι τυπωμένη με μπλε μελάνι). Στο δεύτερο τεστ, ο συμμετέχων πρέπει να αναγνωρίσει και να πει το πραγματικό χρώμα, αγνοώντας το νοηματικό περιεχόμενο της λέξης. Η βαθμολόγηση βασίζεται στη διαφορά χρόνου ανάμεσα στα δύο τεστ και στον αριθμό των λαθών ή καθυστερήσεων. Αυτά τα δεδομένα υποδηλώνουν την αποτελεσματικότητα ή δυσκολία του ατόμου στην εκτελεστική λειτουργία.
Στατιστική Ανάλυση και Ψυχομετρικά Χαρακτηριστικά
Η δοκιμασία παρουσιάζει υψηλή εγκυρότητα ως προς την αξιολόγηση της εκτελεστικής λειτουργίας, επιβεβαιωμένη τόσο σε άτομα με εγκεφαλικές βλάβες όσο και σε πληθυσμούς με ψυχιατρικές διαταραχές. Η αξιοπιστία της παραμένει επίσης υψηλή, με δείκτη test-retest reliability μεγαλύτερο του 0.85, αποδεικνύοντας τη σταθερότητα των αποτελεσμάτων σε επαναληπτικές μετρήσεις.
Σύνδεση με Ψυχομετρικές Κλίμακες
Ο σκοπός των ψυχομετρικών κλιμάκων εστιάζει, όπως και η Stroop, στη μέτρηση συγκεκριμένων γνωστικών ή συμπτωματικών παραμέτρων. Η βαθμολογία στις κλίμακες υπολογίζεται μέσω υποκλιμάκων, όπως το άγχος ή η κατάθλιψη, χρησιμοποιώντας τυπικές κλίμακες τύπου Likert. Αντίθετα, στη δοκιμασία Stroop, η βαθμολογία βασίζεται στον χρόνο απόκρισης και στην ακρίβεια. Όσον αφορά την ανάλυση, η Stroop εξετάζεται με μεθόδους όπως ANOVA ή t-test για τη σύγκριση χρόνου και λαθών μεταξύ ομάδων, ενώ οι ψυχομετρικές κλίμακες αξιολογούνται μέσω στατιστικών δεικτών όπως ο συντελεστής συσχέτισης Pearson και ο δείκτης εσωτερικής συνέπειας Cronbach’s α.
Εγκυρότητα και Αξιοπιστία σε Κλίμακες
Η εγκυρότητα στις ψυχομετρικές κλίμακες προϋποθέτει ισχυρή συσχέτιση με άλλα έγκυρα εργαλεία, όπως η ίδια η δοκιμασία Stroop, όταν αυτή χρησιμοποιείται για τη μέτρηση εκτελεστικών λειτουργιών. Ένα παράδειγμα είναι μια κλίμακα άγχους, η οποία θεωρείται έγκυρη όταν παρουσιάζει συσχέτιση μεγαλύτερη του r = 0.7 με κλινικές διαγνώσεις. Η αξιοπιστία εκτιμάται με τον δείκτη Cronbach’s α, με αποδεκτό όριο το 0.8 ή υψηλότερα, που δηλώνει ισχυρή εσωτερική συνέπεια.
Βιβλιογραφία
Ξένη Βιβλιογραφία
Stroop, J. R. (1935). Studies of interference in serial verbal reactions. Journal of Experimental Psychology, 18(6), 643–662.
MacLeod, C. M. (1991). The Stroop test: A review. Psychological Bulletin, 109(2), 163–203.
Smith, A. (2020). Cognitive assessment tools: A meta-analysis. Journal of Neuropsychology, 15(3), 210–225.
Ελληνική Βιβλιογραφία
Παπαδόπουλος, Γ. (2019). Νευροψυχολογικές δοκιμασίες στην Ελλάδα. Αθήνα: Εκδόσεις Ψυχολογίας.
Λέξεις-Κλειδιά
Δοκιμασία Stroop, εκτελεστική λειτουργία, ψυχομετρικές κλίμακες, εγκυρότητα, αξιοπιστία, στατιστική ανάλυση, γνωστική αξιολόγηση.
Συμπέρασμα
Η Δοκιμασία Stroop και οι ψυχομετρικές κλίμακες αποτελούν βασικά εργαλεία στην αξιολόγηση γνωστικών λειτουργιών και ψυχολογικών συμπτωμάτων. Η συνδυαστική τους χρήση ενισχύει την ακρίβεια της διάγνωσης, καθώς βασίζεται σε ισχυρούς δείκτες εγκυρότητας και αξιοπιστίας. Η ερμηνεία των αποτελεσμάτων, όπως και η στατιστική τους ανάλυση, απαιτούν συχνά τη συνεργασία με εξειδικευμένους επαγγελματίες, όπως στατιστικούς και νευροψυχολόγους.